- θυσανόμορφος
- -η, -ο(ηλεκτρ.) με μορφή θυσάνων («θυσανόμορφη εκκένωση» — ηλεκτρική εκκένωση που εκπέμπεται με μορφή φωτεινών θυσάνων).[ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό-μορφος, ποικιλόμορφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θυσανόμορφος — η, ο θυσανοειδής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θύσανος — Σύνολο νημάτων που έχουν ίσο μέγεθος και δένονται σφιχτά από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη αφήνονται ελεύθερα· η φούντα. (Βοτ.) Κυματώδης ταξιανθία. Εμφανίζεται, όταν από τον κύριο μονανθικό άξονα (κλάδο) φυτρώνουν, από αριστερά και δεξιά,… … Dictionary of Greek
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek